φρόνημα

φρόνημα
φρόνημα
mind
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …   Dictionary of Greek

  • φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”